ταχύγλωσσος

From LSJ
Revision as of 10:40, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰχῠγλωσσος Medium diacritics: ταχύγλωσσος Low diacritics: ταχύγλωσσος Capitals: ΤΑΧΥΓΛΩΣΣΟΣ
Transliteration A: tachýglōssos Transliteration B: tachyglōssos Transliteration C: tachyglossos Beta Code: taxu/glwssos

English (LSJ)

ον, quick of tongue, talking fast, Hp.Epid.2.6.1, Ruf.Fr.70, etc.

German (Pape)

[Seite 1076] schnellzüngig, voreilig im Reden, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰχύγλωσσος: -ον, ὁ ταχεῖαν ἔχων γλῶσσαν, ταχέως λαλῶν, Ἱππ. 1050D, κλπ.

Greek Monolingual

-η, -ο / ταχύγλωσσος, -ον, ΝΑ
αυτός που μιλά γρήγορα
νεοελλ.
1. ιατρ. αυτός που πάσχει από ταχυγλωσσία
2. το αρσ. ως ουσ. ο ταχύγλωσσος
ζωολ. γένος μονοτρήματων θηλαστικών της Αυστραλίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ- + -γλωσσος (< γλῶσσα), πρβλ. βραδύ-γλωσσος].