τοσαυταπλάσιος
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
English (LSJ)
[πλᾰ], α, ον, so many fold, so many times or so much more, corresponding to relat. ὁσαπλάσιος, Id.Pr. 917b23, 929b14; the same multiple as, Euc.5.1, Archim.Sph.Cyl.1.2, etc.:—also τοσαυτα-πλᾰσίων, ον, gen. ονος, Id.Aequil. 1.6, al., Theo Sm. P.76H.
German (Pape)
[Seite 1130] so vielfach, so viel Male mehr, Arist. probl. 19, 1.
Greek (Liddell-Scott)
τοσαυτᾰπλάσιος: [ᾰ], -α, -ον, τοσάκις πολλαπλάσιος, τοσάκις πλειότερος ἢ μεγαλύτερος, ἀνταποδιδόμενον πρὸς τὸ ὁσαπλάσιος, Ἀριστ. Πρβλ. 19. 2.
Greek Monolingual
-ασία, -ον, Α
1. τόσες φορές πολλαπλάσιος, περισσότερος ή μεγαλύτερος
2. πολλαπλάσιος εξίσου με κάποιον άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τοσαῦτα, πληθ. ουδ. της αντων. τοσοῦτος + -πλάσιος].
Russian (Dvoretsky)
τοσαυταπλάσιος: (λᾰ) во столько раз больший: τ. ὅσος ὁ ἀριθμός Arst. пропорциональный числу.