τυροπρασία
From LSJ
πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went
Full diacritics: τῡροπρᾱσία | Medium diacritics: τυροπρασία | Low diacritics: τυροπρασία | Capitals: ΤΥΡΟΠΡΑΣΙΑ |
Transliteration A: tyroprasía | Transliteration B: tyroprasia | Transliteration C: tyroprasia | Beta Code: turoprasi/a |
ἡ, sale of cheeses, Stud.Pal.20.96.4 (iv A. D.).
ἡ, Α
πώληση τυριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τυρός + -πρασία (< -πράτης < πιπράσκω «πουλώ»), πρβλ. μισθο-πρασία].