ἀποπαιδαγωγέω
From LSJ
English (LSJ)
lead away, ἀπό τινος Iamb.Protr.21.
German (Pape)
[Seite 318] durch Lehren irre führen, Iambl.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποπαιδᾰγωγέω: παιδαγωγῶ κακῶς, ἀποπλανῶ, ἀπὸ τινος Ἰαμβλ. Προτρ. 308.
Spanish (DGE)
1 apartar de una enseñanza ἀποπαιδαγωγήσει ... ἡμᾶς ἀπὸ τῶν ἐξωτερικῶν ἐννοιῶν Iambl.Protr.21.
2 enseñar en v. pas., c. dat. ἑκατέροις γὰρ ἀποπαιδαγωγούμεθα Tit.Bost.Man.M.18.1176B.