ἐχεπάμων
From LSJ
εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)
English (LSJ)
[ᾱ], ον, gen. ονος, holding property: hence, heir or representative, IG9(1).334.16 (Locr.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐχεπάμων: -ον, ὁ ἔχων νόμιμον δικαίωμα κληρονομίας, ἐπίκληρος, ἐχέπαμον γένος ἐν τᾷ ἱστίᾳ Λοκρ. Ἐπιγρ. ἔκδ. Οἰκονομ. σ. 123, ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 155.
Greek Monolingual
ἐχεπάμων, -ον (Α)
επιγρ. αυτός που έχει νόμιμο δικαίωμα ιδιοκτησίας ως κληρονόμος ή αντιπρόσωπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εχε- (< έχω I) + επάμων (< έπομαι)].