ἡμιρρόπως
From LSJ
Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
English (LSJ)
Adv. half turning the scale, i.e. lightly, gently, opp. ἀθρόως, Hp.Epid.2.1.7.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμιρρόπως: ἐπίρρ., ἡμισεία ῥοπῇ, κλίσει, δηλ. μετρίως, ἐλαφρῶς, ἡσύχως, ἀντίθ. ἀθρόως, Ἱππ.
Greek Monolingual
ἡμιρρόπως (Α)
επίρρ.
1. με μισή κλίση
2. μέτρια, ήσυχα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημίρροπος ή ημι- + -ρρο-πως (< -ρροπος < ροπή)].