ὀλιγόκαρπος
From LSJ
ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
English (LSJ)
ον, bearing little fruit, Thphr.CP2.11.10, D.H.1.37, Ath.Med. ap. Orib.inc.7.4.
German (Pape)
[Seite 320] mit wenigen Früchten, D. H. 1, 29.
Greek (Liddell-Scott)
ὀλῐγόκαρπος: -ον, ὁ παράγων ὀλίγον καρπόν, Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 11, 10, Διον. Ἁλ. 1. 37.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ὀλιγόκαρπος, -ον)
αυτός που παράγει λίγους καρπούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ολιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + καρπός].