ὀμιχλήεις
From LSJ
ἄλλος Ἡρακλῆς, ἄλλος αὐτός → close friendship, close friend, another Hercules—another self, another Heracles—another self
English (LSJ)
εσσα, εν, misty, Coluth.208 (cj. Herm. for ἀμιχθαλόεντος); βέρεθρον Nonn.D.35.276; λαός, of the Cyclopes, ib.28.173.
Greek (Liddell-Scott)
ὀμιχλήεις: Ἰων. ὀμιχλ-, εσσα, εν, πλήρης ὀμίχλης, Παύλ. Σιλ. Ἔκφρ. 57.
Greek Monolingual
ὀμιχλήεις και ὁμιχλήεις, -εσσα, -εν (Α)
ομιχλώδης, γεμάτος ομίχλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀμίχλη + κατάλ. -ήεις (πρβλ. μοχθ-ήεις, τολμ-ήεις)].