ὀργάνωσις
From LSJ
παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion
English (LSJ)
εως, ἡ, organization, organisation, arrangement, ib.7.
German (Pape)
[Seite 369] ὴ, das Versehen mit den nöthigen Werkzeugen, zweckmäßige Einrichtung, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὀργάνωσις: ἡ, διοργάνωσις, διευθέτησις, διάταξις, Εὐστ. Πονημάτ. 210. 39.