διοργάνωσις
From LSJ
Γέρων ἐραστὴς ἐσχάτη κακὴ τύχη → Senex amator ultimum infortunium → Das größte Unglück ist ein greiser Liebhaber
English (LSJ)
-εως, ἡ, formation, fashioning, Iamb.VP15.67; structural differentiation, Procl.in Prm.p.616 S., Simp. in Cael.389.19.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 organización, disposición natural de los seres vivos ἡ γὰρ τῶν γαμψωνύχων φυσικὴ δ. Iambl.Protr.21, cf. Olymp.in Cat.53.4.
2 instrucción, formación del espíritu ἐμφατικὰ ... διοργανώσεως ἔν τε τῷ ὁρᾶν καὶ τῷ ἀκούειν Porph.VP 31, cf. Iambl.VP 67.
German (Pape)
ἡ, das Organisieren, Sp., Hesych. κατασκευή.
Greek (Liddell-Scott)
διοργάνωσις: -εως, ἡ, σχηματισμός, διαμόρφωσις, Ἰἀμβλ. Β. Πυθ. 67.