ὑδροφοβία

From LSJ
Revision as of 11:05, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter

Menander, Monostichoi, 171
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑδροφοβία Medium diacritics: ὑδροφοβία Low diacritics: υδροφοβία Capitals: ΥΔΡΟΦΟΒΙΑ
Transliteration A: hydrophobía Transliteration B: hydrophobia Transliteration C: ydrofovia Beta Code: u(drofobi/a

English (LSJ)

ἡ, horror of water caused by the bite of a mad dog, hydrophobia, v.l. for foreg. in Dsc.2.47; ascribed by Men. to wine-drinkers, Fr.959.

German (Pape)

[Seite 1174] ἡ, die Wasserscheu, die auf den Biß des tollen Hundes folgt, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

ὑδροφοβία: ἡ, τὸ φοβεῖσθαι τὸ ὕδωρ, ὃ πάσχουσιν οἱ ὑπὸ λυσσῶντος κυνὸς δηχθέντες, λύσσα, hydrophobia, Cels. 5. 27· λέγεται ὑπὸ τοῦ Μενάνδρου ἐπὶ τῶν οἰνοποτῶν, ἐν Ἀδήλ. 503.

Greek Monolingual

η / ὑδροφοβία, ΝΑ, και ὑδροφόβη και ὑδροφοβή Α υδροφόβος
παθολογικός φόβος για το νερό ή για κάθε υγρό
νεοελλ.
1. παλαιότερη ονομασία της λύσσας
2. χημ. η ιδιότητα του υδρόφοβου.

Russian (Dvoretsky)

ὑδροφοβία: ἡ Men.; Plut. v.l. = ὑδροφόβας.