ῥιζόφυλλος

From LSJ
Revision as of 11:12, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥιζόφυλλος Medium diacritics: ῥιζόφυλλος Low diacritics: ριζόφυλλος Capitals: ΡΙΖΟΦΥΛΛΟΣ
Transliteration A: rhizóphyllos Transliteration B: rhizophyllos Transliteration C: rizofyllos Beta Code: r(izo/fullos

English (LSJ)

ον, with leaves from the root, Thphr. HP6.4.9, 7.11.3.

German (Pape)

[Seite 843] mit Blättern an, von der Wurzel, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

ῥιζόφυλλος: -ον, ὁ φύων φύλλα ἀπὸ τῆς ῥίζης, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 4, 9.

Greek Monolingual

-η, -ο / ῥιζόφυλλος, -ον, ΝΜΑ
(για φυτό) αυτός που βγάζει φύλλα από πολύ χαμηλά, από τη ρίζα
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το ριζόφυλλο
φύλλο που βλαστάνει από τη ρίζα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίζα + -φυλλος (< φύλλον), πρβλ. γωνιό-φυλλος].