μύσκος

From LSJ
Revision as of 11:13, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "μῡς" to "μῦς")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐν παντὶ γάρ τοι σκορπίος φρουρεῖ λίθῳ → for a scorpion keeps watch at every stone

Source

German (Pape)

[Seite 222] = μυΐσκος, Arcad. 50, 15, l. d.

Greek (Liddell-Scott)

μύσκος: ὁ, ὑποκορ. τοῦ μῦς, ἀντὶ μυΐσκος, Ἀρκάδ. 50. 15.

Greek Monolingual

(I)
μύσκος, ὁ (Α)
(υποκορ. του μῦς) μυΐσκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυίσκος < μῦς «ποντικός»].
(II)
μύσκος (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «μύσκος
μίασμα, κῆδος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύσος «ακαθαρσία, μίασμα» με εκφραστικό επίθημα -κος].