βιαιοθάνατος

From LSJ
Revision as of 16:41, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs)

Ἤθους δικαίου φαῦλος οὐ ψαύει λόγος → Vox prava non pertingit ad mores bonos → Verkommne Rede rührt nicht an gerechte Art

Menander, Monostichoi, 214
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βῐαιοθᾰ́νᾰτος Medium diacritics: βιαιοθάνατος Low diacritics: βιαιοθάνατος Capitals: ΒΙΑΙΟΘΑΝΑΤΟΣ
Transliteration A: biaiothánatos Transliteration B: biaiothanatos Transliteration C: viaiothanatos Beta Code: biaioqa/natos

English (LSJ)

[θᾰ], ον, dying a violent death, most freq. of suicides, Vett.Val.74.29, Paul.Al.M.2, Olymp. in Phd.p.243 N., PMag.Par.1.1950, Suid. s.v. κυνήγιον.—Freq. written βιοθάνατος.

German (Pape)

[Seite 444] eines gewaltsamen Todes sterbend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

βιαιοθάνᾰτος: -ον, ὁ ἀποθνήσκων βίαιον θάνατον, Α. Β. 1354, Λοβ. Φρύν. 642 κἑξ.· λέξις μεταγεν. συχνάκις διαφθειρομένη εἰς βιοθάνατος ἢ βιοθανής, ἴδε Δουκάγγ.

Spanish (DGE)

-ον
destinado a una muerte violenta frec. de suicidas, Vett.Val.63.26, 117.27, 119.1, Paul.Al.46.23, Dam.in Phd.243; cf. βιαθάνατος, βιοθάνατος.

Greek Monolingual

βιαιοθάνατος και βιοθάνατος, -ον (Α)
αυτός που πέθανε με βίαιο θάνατο.