πολύκομος
From LSJ
πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention
English (LSJ)
ον, with much down, στάχυες Dsc.1.7, cf. 4.164.9.
German (Pape)
[Seite 664] mit vielem Haare, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
πολύκομος: -ον, ὁ ἔχων πολλὴν κόμην, πολὺ φύλλωμα, ἀμφιλαφὴς ἄνωθεν καὶ πολύκομος, περὶ τιθυμάλου τοῦ δενδρίτου, Διοσκ. 4, 162 (165), σ. 656 ἔκδ. Kühn.
Greek Monolingual
-ον, Α
(για στάχια) αυτός που έχει άφθονη κόμη, πολλά άγανα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -κομος (< κόμη «μαλλιά»), πρβλ. οξύ-κομος].