μορφά

From LSJ
Revision as of 11:33, 3 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?s)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Λόγος εὐχάριστος χάριτός ἐστ' ἀνταπόδοσις → Es sermo gratus pro relata gratia → Ein gutes Wort ist Dank für eine gute Tat

Menander, Monostichoi, 330

French (Bailly abrégé)

dor. c. μορφή.

English (Slater)

μορφά (-ᾷ, -άν.) bodily form, build μορφὰν βραχύς, ψυχὰν δ' ἄκαμπτος, προσπαλαίσων ἦλθ ἀνὴρ Herakles (I. 4.53) οἷς αἰδοία ποτιστάξῃ Χάρις εὐκλέα μορφάν (O. 6.76) ὑπέρφατον ἄνδρα μορφᾷ τε καὶ ἔργοισι (O. 9.65) ἐὼν καλὸς ἔρδων τ' ἐοικότα μορφᾷ (N. 3.19) εἰ δέ τις ὄλβον ἔχων μορφᾷ παραμεύσεται ἄλλους (N. 11.13)

Russian (Dvoretsky)

μορφά: ἡ дор. = μορφή.