πέροδος

From LSJ
Revision as of 11:35, 3 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?s)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")

Λόγος διοικεῖ τὸν βροτῶν βίον μόνος → Mortalium res sola regit oratio → Der Menschen Leben ordnet Redekunst allein

Menander, Monostichoi, 314
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πέροδος Medium diacritics: πέροδος Low diacritics: πέροδος Capitals: ΠΕΡΟΔΟΣ
Transliteration A: pérodos Transliteration B: perodos Transliteration C: perodos Beta Code: pe/rodos

English (LSJ)

ἡ, Dor. for περίοδος, Pi.N.11.40, IG22.1126.16 (Delph., iv B. C.).

German (Pape)

[Seite 602] ἡ, äol. = περίοδος, Pind., s. Böckh Ol. 6, 38 N. 11, 40.

Greek (Liddell-Scott)

πέροδος: ἡ, Αἰολ. ἀντὶ περίοδος, Πίνδ. Ν. 11. 51, ἴδε Böckh εἰς Ο. 6. 38, Ἐπιγραφ. Δελφ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 1688. 16.

English (Slater)

πέροδος revolution δένδρεά τ' οὐκ ἐθέλει πάσαις ἐτέων περόδοις ἄνθος εὐῶδες φέρειν (Eustath.: περιόδοις codd.) (N. 11.40), cf. fr. 314.

Greek Monolingual

ἡ, Α
(δωρ. τ.) βλ. περίοδος.

Greek Monotonic

πέροδος: ἡ, Αιολ. αντί περί-οδος.

Russian (Dvoretsky)

πέροδος: ἡ эол. Pind. = περίοδος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πέροδος -ου, ἡ Dor. voor περίοδος.

Middle Liddell

πέρ-οδος, ἡ, [aeolic for περίοδος.]