Ἥξει τὸ γῆρας πᾶσαν αἰτίαν φέρον → Veniet senectus omne crimen sustinens → Bald kommt das Alter, das an allem trägt die Schuld
ᾰῐσος unequal met., dissimilar, θνᾴσκομεν γὰρ ὁμῶς ἅπαντες· δαίμων δ' ἄισος (Benedictus e Σ: ἄιστος codd.) (I. 7.43)
ἄῑσος: Pind. = ἄνισος.
= ἄνισος,]unlike, unequal, Pind.