ἄισος

From LSJ

Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch

Menander, Monostichoi, 441

English (Slater)

ᾰῐσος unequal met., dissimilar, θνᾴσκομεν γὰρ ὁμῶς ἅπαντες· δαίμων δ' ἄισος (Benedictus e Σ: ἄιστος codd.) (I. 7.43)

Russian (Dvoretsky)

ἄῑσος: Pind. = ἄνισος.

Middle Liddell

= ἄνισος,]
unlike, unequal, Pind.