Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
ᾰῐσος unequal met., dissimilar, θνᾴσκομεν γὰρ ὁμῶς ἅπαντες· δαίμων δ' ἄισος (Benedictus e Σ: ἄιστος codd.) (I. 7.43)
ἄῑσος: Pind. = ἄνισος.
= ἄνισος,]unlike, unequal, Pind.