ἕως τοῦ ἔξω τόπου περισπᾶται → be drawn away and expanded
ᾱγά, bend, curve σαίνων ποτὶ πάντας ἀγὰν πάγχυ διαπλέκει (Boeckh: ἄταν Heyne: ἄγαν codd.) (P. 2.82) ]
ἀγά: (γᾱ) ἡ дор. = ἀγή.