διακλείω

From LSJ
Revision as of 10:00, 5 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "l’" to "l'")

Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας, καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι, ζωὴν χαρισάμενος → Christ is risen from the dead, trampling down death by death, and upon those in the tombs bestowing life

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διακλείω Medium diacritics: διακλείω Low diacritics: διακλείω Capitals: ΔΙΑΚΛΕΙΩ
Transliteration A: diakleíō Transliteration B: diakleiō Transliteration C: diakleio Beta Code: diaklei/w

English (LSJ)

A shut out or off, χορηγίας τινί Plb.1.82.13; τινὰ ἀπὸ τῆς χώρας ib.73.6; τινὰ τῆς εἰσόδου D.H.11.14: c.inf., διεκλείσθη συμμετασχεῖν J.BJ1.19.1. II close, τὸ στόμα τοῦ ιιόντου App.Mith.12.

German (Pape)

[Seite 582] (s. κλείω), abschließen, abschneiden; τὸν αὐχένα, die Landenge, Pol. 4, 56; τινὰ ἀπό τινος, 16, 6; τινὰ τῆς εἰσόδου, Dion. Hal. 11, 14; τῆς ἐπανόδου, den Rückzug abschneiden, Pol. 5, 51; pass., 52; τινὶ τὰς χορηγίας, Zufuhr abschneiden, 1, 82.

Greek (Liddell-Scott)

διακλείω: (ἴδε κλείω), ἀποκλείω, ἐμποδίζω, Λατ. discludere, χορηγίας τινὶ Πολύβ. 1. 82, 13· τινὰ ἀπὸ τῆς χώρας αὐτόθι 73, 6.

French (Bailly abrégé)

fermer le passage, interdire l'accès.
Étymologie: διά, κλείω.

Spanish (DGE)

1 cerrar c. ac. de cosa τὸ στόμα τοῦ Πόντου App.Mith.12, ὅπλοις τὰς ἐξόδους D.H.8.82, cf. I.AI 19.102, τὰς ἐπὶ τὴν κώμην ὁρμὰς αὐτῶν διακλείειν I.BI 4.426
fig. impedir διακλείων τὰς χορηγίας τοῖς περὶ τὸν Μάθω καὶ Σπένδιον Plb.1.82.13, las guerras, Sch.Pi.P.8.3a.
2 cerrar el paso, prohibir el acceso, estorbar c. ac. de pers. y gen. separat. ἀπὸ τῆς χώρας τοὺς Καρχηδονίους Plb.1.73.6, με τῆς εἰσόδου D.H.11.14, cf. 9.66, πολλοὺς ... τῆς φιλανθρωπίας IPr.112.59 (I a.C.)
en v. pas. ser impedido c. gen. διακλεισθησόμενον τὸν Μόλωνα τῆς εἰς τὴν Μηδίαν ἐπανόδου Plb.5.51.10, c. inf. διεκλείσθη ... συμμετασχεῖν I.BI 1.365.

Greek Monolingual

διακλείω)
1. αποκλείω, εμποδίζω
2. αποφράσσω, φράζω τελείως.

Russian (Dvoretsky)

διακλείω: преграждать путь, отрезывать, блокировать (τινὰ ἀπὸ τῆς χώρας и τινὰ τῆς ἐπανόδου Polyb.): τὸν αὐχένα δ. Polyb. блокировать перешеек; δ. τὰς χορηγίας τινί Polyb. перерезать пути подвоза к кому-л., блокировать кого-л.