διαλογιστική
From LSJ
τὸ βέλτερον κακοῦ καὶ τὸ δίμοιρον αἰνῶ, καὶ δίκᾳ δίκας ἕπεσθαι, ξὺν εὐχαῖς ἐμαῖς, λυτηρίοις μηχαναῖς θεοῦ πάρα → I approve the better kind of evil, the two-thirds kind, and that, in accordance with my prayers, through contrivances bringing salvation at the god’s hand
French (Bailly abrégé)
(ἡ) :
s.e. τέχνη ou δύναμις;
l'art ou la faculté de raisonner.
Étymologie: διαλογίζομαι.
Russian (Dvoretsky)
διαλογιστική: ἡ (sc. τέχνη или δύναμις) искусство или способность рассуждать Plut.