ἐν γενείου ξυλλογῇ τριχώματος → in the first harvest of a beard, in early manhood
ῆς (ἡ) :s.e. τέχνη;l'art de lancer la fronde.Étymologie: σφενδόνη.
σφενδονητική: ἡ (sc. τέχνη) искусство метания из пращи Plat.