δεισιδαιμόνως
From LSJ
Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist
French (Bailly abrégé)
adv.
avec un sentiment religieux.
Étymologie: δεισιδαίμων.
Spanish
escrupulosamente, supersticiosamente
Greek Monolingual
δεισιδαιμόνως επίρρ. (Α) δεισιδαίμων
με δεισιδαιμονία, με παράλογο φόβο.
Russian (Dvoretsky)
δεισῐδαιμόνως: богобоязненно, благоговейно (πρὸς τοὺς θεούς Luc.).