σιδηρόεις
From LSJ
τίς Ἑλλὰς ἢ βάρβαρος ἢ τῶν προπάροιθ' εὐγενετᾶν ἕτερος ἔτλα κακῶν τοσῶνδ' αἵματος ἁμερίου τοιάδ' ἄχεα φανερά → what woman Greek or foreign or what other scion of ancient nobility has endured of mortal bloodshed's woes so many, such manifest pains
English (LSJ)
σιδηρόεις, σιδηρόεσσα, σιδηρόεν, gloss on μελάνδετος, EM551.40.
Greek Monolingual
σιδηρόεις, σιδηρόεσσα, σιδηρόεν, Α
(κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) αυτός που έχει μαύρο δέσιμο ή μαύρη λαβή, μελάνδετος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- + κατάλ. -όεις].