σιδηρόεις

From LSJ
Revision as of 08:21, 11 September 2022 by Spiros (talk | contribs)

τίς Ἑλλὰς ἢ βάρβαρος ἢ τῶν προπάροιθ' εὐγενετᾶν ἕτερος ἔτλα κακῶν τοσῶνδ' αἵματος ἁμερίου τοιάδ' ἄχεα φανερά → what woman Greek or foreign or what other scion of ancient nobility has endured of mortal bloodshed's woes so many, such manifest pains

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῐδηρόεις Medium diacritics: σιδηρόεις Low diacritics: σιδηρόεις Capitals: ΣΙΔΗΡΟΕΙΣ
Transliteration A: sidēróeis Transliteration B: sidēroeis Transliteration C: sidiroeis Beta Code: sidhro/eis

English (LSJ)

σιδηρόεις, σιδηρόεσσα, σιδηρόεν, gloss on μελάνδετος, EM551.40.

Greek Monolingual

σιδηρόεις, σιδηρόεσσα, σιδηρόεν, Α
(κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) αυτός που έχει μαύρο δέσιμο ή μαύρη λαβή, μελάνδετος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- + κατάλ. -όεις].