πλέων επί οίνοπα πόντον επ' αλλοθρόους ανθρώπους → while sailing over the wine-dark sea to men of strange speech
δίκρᾱνον: τό (δίς, κάρα), ξύλινο γεωργικό εργαλείο, «δικράνι», σε Λουκ.
δίκρᾱνον: τό двузубые вилы Luc.
δί-κρᾱνον, ου, τό, n [δίς, κάραa pitch-fork, Luc.