κωθωνιστήριον
From LSJ
English (LSJ)
τό, banqueting house, D.S.5.19.
German (Pape)
[Seite 1541] τό, Lustort zum Zechen, D. Sic. 5, 19.
Greek (Liddell-Scott)
κωθωνιστήριον: τό, τόπος συμποσίου, ἔνθα ἔπινον μέχρι μέθης, Διόδ. 5. 19.
Greek Monolingual
κωθωνιστήριον, τὸ (Α) κωθωνίζω
τόπος όπου οι συμποσιαζόμενοι έπιναν ώσπου να μεθύσουν.