trullo
From LSJ
Μήποτε γάμει γυναῖκα κοὐκ ἀνοίξεις τάφον → Eris immortalis, si non ducis mulierem → Nimm nie dir eine Frau, erspare dir dein Grab
Spanish > Greek
ἀναγκαῖον, ἀπόκλεισμα, ἀποκλεισμός, γόργυρα, δεσμός, δεσμοφυλάκειον, δεσμοφυλάκιον, δεσμωτήριον, δικαιωτήριον, εἶργμα, εἰργμός, εἱργμός, εἰρκτή, εἱρκτή, εἱρκτήριον, ἑρκτή, κάρκαρον, κάρκαρος, οἴκημα, ὁρκάνα, ὁρκάνη, ὀχύρωμα, συγκλειστήριον, σωματοτροφεῖον, τήρησις, τηρητήριον, τὸ ἄπαστον, ἄπαστον, φρουρά, φρούριον, φυλακή