ὁμιλητός

Revision as of 07:54, 26 September 2022 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

ή, όν, A with whom one may converse or with whom one may consort, οὐχ ὁμιλητὸν θράσος A.Th.189. II τὸ ὁμιλητόν = conversation, social intercourse, Herm.in Phdr.p.183A.

German (Pape)

[Seite 331] mit dem man umgehen, verkehren kann, οὐχ ὁμιλητός, dem man nicht nahen darf, wild, furchtbar, οὐχ ὁμιλητὸν θράσος, Aesch. Spt. 171.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμῑλητός: -ή, -όν, ὁ μεθ' οὗ τις δύναται νὰ ἔλθῃ εἰς ὁμιλίαν, νὰ συναναστραφῇ, οὐχ ὁμ. θράσος Αἰσχύλ. Θήβ. 189.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
avec qui l'on peut lier commerce, sociable.
Étymologie: ὁμιλέω.

Greek Monotonic

ὁμῑλητός: -ή, -όν (ὁμιλέω), αυτός τον οποίο μπορεί να συναναστραφεί κάποιος, οὐχ ὁμιλητός, απρόσιτος, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ὁμῑλητός: общительный, доступный: οὐχ ὁμιλητὸν θράσος Aesch. невыносимое высокомерие.

Middle Liddell

ὁμῑλητός, ή, όν ὁμιλέω
with whom one may consort, οὐχ ὁμιλητός unapproachable, Aesch.