ταρτάρειος

From LSJ
Revision as of 15:05, 27 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑα" to "εῖα")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197

German (Pape)

[Seite 1072] den Tartarus betreffend, grausig; φόβος Eur. Herc. Fur. 907; χάσμα Luc. Philops. 24.

Greek Monolingual

-α, -ο / ταρτάρειος, -εῖα, -ον, ΝΜΑ, και ταρτάριος, -ία, -ον, ΜΑ, και ταρτάρεος, -έα, -ον, Α Τάρταρος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Τάρταρο
2. (κατ' επέκτ.) θεοσκότεινος, ζοφερός, τρομερός
μσν.
ως κύριο όν. Ταρτάριος και Ταρτάρειος
(κατά τον Στέφ. Βυζ.) ο κάτοικος του Ταρτάρου.