τὸ μὴ γὰρ εἶναι κρεῖσσον ἢ τὸ ζῆν κακῶς → for it is better not to exist than to live in misery
-η, -ο / ὑπόγλυκυς, -εῖα, -υ, ΝΑο κάπως γλυκός, αυτός που έχει λίγο γλυκιά γεύση.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + γλυκύς / γλυκός].