ὑπόγλυκυς
From LSJ
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
English (LSJ)
υ, sweetish, Hp.Mul.1.109, Ath. 14.625a, Philagr. ap. Orib.5.21.9.
German (Pape)
[Seite 1212] υ, etwas süß, süßlich (?).
Greek (Liddell-Scott)
ὑπόγλῠκυς: υ, γεν. -εος, ὀλίγον τι γλυκύς, Ἀθήν. 625A.
Greek Monolingual
-εῖα, -υ, Α
βλ. υπόγλυκος.