ερκείος
From LSJ
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
Greek Monolingual
ἑρκεῑος, -ον και ἑρκεῑος, -α -ον (Α) έρκος
1. αυτός που ανήκει στο έρκος, στο προαύλιο («ἑρκεῖαι πύλαι, θύραι» — οι πύλες, οι θύρες της αυλής, Αισχύλ.)
2. αυτός που ανήκει στην οικία (α. «πρὸς κίον’ ἑρκείου στέγης» — στον στύλο της στέγης του σπιτιού, Σοφ.
β. «ἐφ ἑρκείῳ πυρᾷ», Ευρ.)
3. (ως προσωνυμία του Διός) «Ζεὺς Ἑρκεῑος» — ο Ζευς, ο προστάτης της οικογενειακής ειρήνης και ευτυχίας
4. το αρσ. ως ουσ. α) ὁ Ἑρκεῑος
ο Ζεύς
β) στον πληθ.
οἱ Ἑρκεῑοι
οι εφέστιοι θεοί
5. φρ. «ἑρκεῑος βωμός» — ο βωμός του Ερκείου Διός Πίνδ.).