στύμος
From LSJ
ἄλλος Ἡρακλῆς, ἄλλος αὐτός → close friendship, close friend, another Hercules—another self, another Heracles—another self
English (LSJ)
Greek Monolingual
Α
(κατά τον Ησύχ.) «στέλεχος, κορμός».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τον τ. στύπος και έχει σχηματιστεί με κατάλ. -μος αναλογικά προς το κορ-μός ή, κατ' άλλη άποψη, λιγότερο πιθανή, πρόκειται για μια παλιά εναλλαγή π/μ. Δεν αποκλείεται, εξάλλου, η περίπτωση να πρόκειται για εσφ. γρφ.].