συγκεφαλαίωση
From LSJ
ἀθρόαις πέντε δραπὼν νύκτεσσιν ἔν θ' ἁμέραις ἱερὸν εὐζοίας ἄωτον → for five whole nights and days, culling the sacred excellence of joyous living | reaping the sacred bloom of good living for five full nights and as many days
Greek Monolingual
η / συγκεφαλαίωση, -ώσεως, ΝΑ συγκεφαλαιῶ
σύνοψη, περιληπτική έκθεση, ανακεφαλαίωση («συγκεφαλαίωσις τῶν ἐπὶ μέρους εἰς τὸ καθόλου», Σέξτ. Εμπ.)
αρχ.
1. άθροισμα αριθμών
2. εγγραφή σε κατάλογο ή κατάστιχο.