συγκεφαλαίωση

Revision as of 19:29, 27 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η / συγκεφαλαίωση, -ώσεως, ΝΑ συγκεφαλαιῶ
σύνοψη, περιληπτική έκθεση, ανακεφαλαίωσησυγκεφαλαίωσις τῶν ἐπὶ μέρους εἰς τὸ καθόλου», Σέξτ. Εμπ.)
αρχ.
1. άθροισμα αριθμών
2. εγγραφή σε κατάλογο ή κατάστιχο.