στύση

From LSJ
Revision as of 19:30, 27 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope

Source

Greek Monolingual

η / στῡσις, -ύσεως, ΝΑ στύω / στύομαι]
βιολ. αύξηση τών διαστάσεων, σκλήρυνση και ανόρθωση του ανδρικού οργάνου συνουσίας, του πέους
νεοελλ.
αντίστοιχη διόγκωση της κλειτορίδας τών γυναικών.