Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

στύση

From LSJ
Revision as of 19:30, 27 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη → The first and best victory is to conquer self.

Plato, Laws, 626e

Greek Monolingual

η / στῡσις, -ύσεως, ΝΑ στύω / στύομαι]
βιολ. αύξηση τών διαστάσεων, σκλήρυνση και ανόρθωση του ανδρικού οργάνου συνουσίας, του πέους
νεοελλ.
αντίστοιχη διόγκωση της κλειτορίδας τών γυναικών.