Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own.
η / συκομορέα, ΝΜΑ, και συκομοραία Α
οπωροφόρο αειθαλές δέντρο της Αφρικής με φύλλα όμοια με τα φύλλα μουριάς και καρπό όμοιο με μικρό σύκο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συκόμορον + κατάλ. -έα (πρβλ. συκ-έα). Ο τ. συκο-μουριά με συνίζηση].