συμμορφίζω

From LSJ
Revision as of 19:40, 27 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

φοβοῦ τὸ γῆρας, οὐ γὰρ ἔρχεται μόνον → fear old age, for it never comes alone

Source

German (Pape)

[Seite 983] = συμμορφόω, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συμμορφίζω: συμμορφόω, Ἐπιστ. πρὸς Φιλιππ. γ΄, 10, Βασίλ. ἐν Ὁμιλ. 22, σ. 549 ἐν τῷ Παθ.

Greek Monolingual

Α σύμμορφος
(κυρίως το παθ.) συμμορφίζομαι
γίνομαι όμοιος ως προς τη μορφή.

Chinese

原文音譯:summorfÒw 沁-摩而賀哦
詞類次數:動詞(1)
原文字根:共同-形狀
字義溯源:使類似,同化,效法;源自(σύμμορφος)=相似的),由(σύν / συνεπίσκοπος)*=同)與(μορφή)*=形像)組成
出現次數:總共(1);腓(1)
譯字彙編
1) 效法(1) 腓3:10