διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
[Seite 984] (s. βάλλω), mit od. zusammen vergleichen, Sp.
συμπαραβάλλω: παραβάλλω πρός τι ἢ ὁμοῦ, Ἐφραὶμ Σύρ. τ. 3, 318Α, κλπ.
ΝΑ παραβάλλω
συγκρίνω, αντιπαραβάλλω.