Τὸ γὰρ περισσὰ πράσσειν οὐκ ἔχει νοῦν οὐδένα → There is no sense in doing things beyond the usual measure
η /σύμφυρσις, -ύρσεως, ΝΜΑ συμφύρω1. συμφυρμός2. (κατ' επέκτ.) σύγχυση («καθαροὺς ποιεῖν τῆς αἰρετικῆς συμφύρσεως», Στουδ. Θεόδ.).