δαιμονιόπληκτος

Revision as of 10:41, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

English (LSJ)

ον, = δαιμονιόληπτος (smitten by evil spirits, possessed by evil spirits, possessed), PMag.Leid.V.9.1, Ptol. Tetr.169: Subst. δαιμονιοπληξία, ἡ, ib.170, Petas. ap. Olymp.Alch.p.95 B.

Spanish (DGE)

-ον
• Alolema(s): δαιμονο- PMag.12.281
poseído por un espíritu maligno, poseso Ptol.Tetr.3.15.3, PMag.l.c., Rhetor. en Cat.Cod.Astr.8(4).164, 165.

German (Pape)

[Seite 514] von einem Dämon geschlagen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

δαιμονιόπληκτος: -ον, = δαιμονιόληπτος· καὶ οὐσιαστ. -πληξία, ἡ, Πρόκλ.

Greek Monolingual

δαιμονιόπληκτος, -ον (AM)
αυτός που έχει πληγεί από δαιμόνιο, δαιμονισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δαιμόνιο + -πληκτος < πλήσσω / πλήττω (πρβλ. έκπληκτος, φρενόπληκτος)].