διαπλαστικός

From LSJ
Revision as of 10:55, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

λιμῷ ὅσαπερ ὄψῳ διαχρῆσθε → hunger is a good sauce, hunger is the best pickle, hunger is the best sauce, hunger is the best seasoning, hunger is the best spice

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαπλαστικός Medium diacritics: διαπλαστικός Low diacritics: διαπλαστικός Capitals: ΔΙΑΠΛΑΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: diaplastikós Transliteration B: diaplastikos Transliteration C: diaplastikos Beta Code: diaplastiko/s

English (LSJ)

ή, όν, formative, δύναμις Alex.Aphr.Pr.1.47, Gal.Nat.Fac.1.6.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 capaz de tomar forma o ser formado αἱ τῶν ἐμβρύων διαπλαστικαὶ φύσεις Alcin.178.35.
2 que configura o da forma δύναμις Gal.2.15, Alex.Aphr.Pr.2.47, δύναμις ... κινητική τε καὶ δ. Gal.4.611, cf. 642, ἡ δ. τοῦ κηροῦ ἐνέργεια Simp.in Ph.445.28, γένεσις Phlp.in GA 80.10, οἱ φυσικοὶ λόγοι Phlp.in de An.13.28
subst. ἡ δ. modelación, conformación del feto, Orib.Inc.8.2.

German (Pape)

[Seite 595] ausbildend, gestaltend.

Greek (Liddell-Scott)

διαπλαστικός: -ή, -όν, ἡ διαπλαστικὴ τοῦ θεοῦ δημιουργία Θεόφιλ. Πρωτοσπ. (Greenhill. σ. 205. 7).

Greek Monolingual

-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη διάπλαση.