δισάρπαγος
From LSJ
τοῦ εἰδέναι χάριν ἡ πραγματεία → knowledge is the object of our inquiry, the aim of our investigation is knowledge
English (LSJ)
ον, twice ravished, Lyc.513.
Spanish (DGE)
(δῐσάρπᾰγος) -ον raptado dos veces κρέξ ref. Helena, Lyc.513.
German (Pape)
[Seite 642] zweimal geraubt, Lycophr. 513.
Greek (Liddell-Scott)
δισάρπᾰγος: -ον, δὶς ἁρπαχθείς, διαρπαγὴν ὑποστάς, Λυκ. 513.
Greek Monolingual
δισάρπαγος, -ον (Α)
αυτός που υπέστη αρπαγή για δεύτερη φορά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δισ- (βλ. δις) + αρπαγή].