διποδία

From LSJ
Revision as of 11:10, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

Ἐλεεινότατόν μοι φαίνετ' ἀτυχία φίλου → Miseria amici mihi suprema est miseria → Am meisten Mitleid, scheint's, heischt eines Freundes Leid

Menander, Monostichoi, 180
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διποδία Medium diacritics: διποδία Low diacritics: διποδία Capitals: ΔΙΠΟΔΙΑ
Transliteration A: dipodía Transliteration B: dipodia Transliteration C: dipodia Beta Code: dipodi/a

English (LSJ)

ἡ, A two-footedness, Arist.PA643a3, Plot.6.3.5. II a Lacedaemonian dance, Cratin.162. III in Metric, combination of two feet, Anon.Oxy. 220 viii 1, Heph.4.3, Aristid.Quint.1.24, etc.

Spanish (DGE)

(δῐποδία) -ας, ἡ
1 hecho de ser bípedo Arist.PA 643a3, Plot.6.3.5.
2 cierto baile laconio, Cratin.173, Poll.4.101, Hsch.
3 longitud de dos pies, IAE 51.8, 13 (III a.C.).
4 métr. dipodia, combinación de dos pies Anon. en POxy.220.8.1, Heph.4.3, Aristid.Quint.48.10, Sch.Pi.O.13T.

Greek (Liddell-Scott)

διποδία: ἡ, τὸ ἔχειν δύο πόδας, Ἀριστ. Ζ. Μ. 1. 3, 4. ΙΙ. ὄρχησις Λακωνική, Κρατῖν. Πλούτ. 5. ΙΙΙ. ἕνωσις δύο ποδῶν εἰς ἓν μέτρον, ὡς ἐν τοῖς ἰάμβοις, Λογγῖν. Ἀποσπ. 3. 7, κτλ.

Greek Monolingual

η (AM διποδία)
1. το να έχει κανείς δύο πόδια
2. (μετρ.) η ένωση δύο μετρικών ποδιών σ' ένα κώλο, μέτρο
νεοελλ.
διποδισμός
αρχ.
είδος χορού τών Λακεδαιμονίων.

Russian (Dvoretsky)

διποδία:
1) двуногость (ἀνθρώπου ἢ ὄρνιθος Arst.);
2) стих. диподия, сочетание двух стоп;
3) диподия (лаконская пляска).