δυσκρατής
From LSJ
καὶ ποιήσας φραγέλλιον ἐκ σχοινίων πάντας ἐξέβαλεν ἐκ τοῦ ἱεροῦ, τά τε πρόβατα καὶ τοὺς βόας → And having made a whip out of cords he drove all from the temple sheep and cattle
English (LSJ)
ές, = δυσκράτητος (hard to control, ungovernable, ill-disciplined), δυσκρατέστατον πάντων ὁ λόγος Stob. 3.33.10.
Spanish (DGE)
-ές
difícil de dominar δυσκρατέστατον γὰρ πάντων ὁ λόγος Zeno Stoic.1.65.
German (Pape)
[Seite 683] ές, schwer zu beherrschen; δυσκρατέστατον ὁ λόγος Zeno Stob. fl. 33, 10.
Greek (Liddell-Scott)
δυσκρᾱτής: -ές, = τῷ ἑπομ. Πλούτ. παρὰ Στοβ. τ. 33. 10.
Greek Monolingual
δυσκρατής, -ές (Α)
δυσκράτητος.