διορκισμός
From LSJ
Ἐλεεινότατόν μοι φαίνετ' ἀτυχία φίλου → Miseria amici mihi suprema est miseria → Am meisten Mitleid, scheint's, heischt eines Freundes Leid
English (LSJ)
ὁ, assurance on oath, Plb.16.26.6.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ juramento, promesa solemne Plb.16.26.6.
Greek (Liddell-Scott)
διορκισμός: ὁ, ἔνορκος διαβεβαίωσις, Πολύβ. 16. 26, 6.
Greek Monolingual
διορκισμός, ο (Α) ορκισμός
ένορκη διαβεβαίωση.
Russian (Dvoretsky)
διορκισμός: ὁ подтверждение клятвой Polyb.