γαλήνιος
From LSJ
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
English (LSJ)
ον, = γαληνός, Luc.Halc.2.
Spanish (DGE)
-ον
tranquilo γ. λιμήν equivale a el reino de los cielos, Phys.M 131.10.
German (Pape)
[Seite 471] = γαληνός, Luc. Halc. 2.
Greek (Liddell-Scott)
γαλήνιος: ον=γαληνός, Λουκ. Ἁλκ. 2.
Greek Monolingual
-α, -ο (AM γαλήνιος, -ον)
ατάραχος, ήρεμος.
Russian (Dvoretsky)
γᾰλήνιος: Luc. = γαληνός.