βατταρισμός
From LSJ
ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners
English (LSJ)
ὁ, stuttering, Phld. Rh.2.136S., Porph.Hist.Phil.Fr.11; also, twittering of swallows, Eust.1914.32.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
1 balbuceo, tartamudeo αὐτῷ τῷ βατταρισμῷ πείθον[τες τοὺς] δικαστάς Phld.Rh.2.136.
2 charlatanería Hsch.
3 gorjeo τῆς χελιδόνος Eust.1914.32.
German (Pape)
[Seite 439] ὁ, das Stammeln, Stottern, VLL.
Greek Monolingual
ο (AM βατταρισμός) βατταρίζω
το τραύλισμα
μσν.
ο τερετισμός των χελιδονιών.