βολβώδης
From LSJ
English (LSJ)
ες, bulbous, Thphr.HP7.13.9.
Spanish (DGE)
v. βολβοειδής.
Greek (Liddell-Scott)
βολβώδης: -ες, = βολβοειδής, Θεόφρ. Ἱ. Φ. 7. 13, 8.
Greek Monolingual
-ες (Α βολβώδης, -ες) βολβός
ο βολβοειδής.
Full diacritics: βολβώδης | Medium diacritics: βολβώδης | Low diacritics: βολβώδης | Capitals: ΒΟΛΒΩΔΗΣ |
Transliteration A: bolbṓdēs | Transliteration B: bolbōdēs | Transliteration C: volvodis | Beta Code: bolbw/dhs |
ες, bulbous, Thphr.HP7.13.9.
v. βολβοειδής.
βολβώδης: -ες, = βολβοειδής, Θεόφρ. Ἱ. Φ. 7. 13, 8.
-ες (Α βολβώδης, -ες) βολβός
ο βολβοειδής.