βροχωτός

From LSJ
Revision as of 12:05, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

γενέται καὶ πατρὶς ἔχουσιν ὀστέα → my parents and my fatherland have my bones

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βροχωτός Medium diacritics: βροχωτός Low diacritics: βροχωτός Capitals: ΒΡΟΧΩΤΟΣ
Transliteration A: brochōtós Transliteration B: brochōtos Transliteration C: vrochotos Beta Code: broxwto/s

English (LSJ)

όν, A formed by a noose, ἀγχόνη Neophr.3.2. 2 twisted, corded, of chain-work, β. ἔργον Aq., Sm.Ex.28.15.

Spanish (DGE)

-όν
anudado en forma de lazo corredizo para ahorcar, ἀγχόνη Neophr.3.2
de cadenas engarzadas en forma de nudos Aq., Sm.Ex.28.14.

Greek (Liddell-Scott)

βροχωτός: -όν, ἐν τῷ βρόχῳ εἰλημμένος, πεπαγιδευμένος, Νεόφρ. παρὰ Σχολ. Εὐρ. Μηδ. 1337, ἴδε Herm. Opusc. 3. 255. 2) δικτυωτὸς ἢ κατὰ τετράγωνα, β. ἔργον, opus laqueatum, Σύμμ. Ἐξ. 28. 15.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α βροχωτός, -ή, -όν) βρόχος
αυτός που έχει σχήμα βρόχου
αρχ.
πιασμένος στον βρόχο, παγιδευμένος.